κουμπωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]κουμπωτός
- που έχει κουμπιά με τα οποία κλείνει
- που είναι δυνατόν να «κουμπώσει», να δέσει / εφαρμόσει τέλεια σε κάτι άλλο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κουμπωτός
|