κουρσεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουρσεμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κουρσεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
κουρσεμένος, -η, -ο
- που τον έχουν κουρσέψει
- κουρσεμένη πόλη
- κουρσεμένο πλοίο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κουρσάρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουρσεμένος
|