κραταιωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κραταιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κραταιώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
κραταιωμένος, -η, -ο
- που έχει κραταιωθεί, που έχει δυναμώσει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κραταιωμένος
|