κτηματολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κτηματικός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κτηματολογικός η κτηματολογική το κτηματολογικό
      γενική του κτηματολογικού της κτηματολογικής του κτηματολογικού
    αιτιατική τον κτηματολογικό την κτηματολογική το κτηματολογικό
     κλητική κτηματολογικέ κτηματολογική κτηματολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κτηματολογικοί οι κτηματολογικές τα κτηματολογικά
      γενική των κτηματολογικών των κτηματολογικών των κτηματολογικών
    αιτιατική τους κτηματολογικούς τις κτηματολογικές τα κτηματολογικά
     κλητική κτηματολογικοί κτηματολογικές κτηματολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κτηματολογικός < κτηματολόγιο + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

κτηματολογικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]