κυπελλοειδής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κυπελλοειδής | η | κυπελλοειδής | το | κυπελλοειδές |
γενική | του | κυπελλοειδούς* | της | κυπελλοειδούς | του | κυπελλοειδούς |
αιτιατική | τον | κυπελλοειδή | την | κυπελλοειδή | το | κυπελλοειδές |
κλητική | κυπελλοειδή(ς) | κυπελλοειδής | κυπελλοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κυπελλοειδείς | οι | κυπελλοειδείς | τα | κυπελλοειδή |
γενική | των | κυπελλοειδών | των | κυπελλοειδών | των | κυπελλοειδών |
αιτιατική | τους | κυπελλοειδείς | τις | κυπελλοειδείς | τα | κυπελλοειδή |
κλητική | κυπελλοειδείς | κυπελλοειδείς | κυπελλοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]κυπελλοειδής
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυπελλοειδής
|