κωλωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κωλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κωλώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
κωλωμένος, -η, -ο
- που έχει κωλώσει, που είναι προσηλωμένος σε κάτι
- παραμένει κωλωμένος στην οθόνη όλη τη μέρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κωλωμένος
|