κόρυνθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κόρυνθος οἱ κόρυνθοι
      γενική τοῦ κορύνθου τῶν κορύνθων
      δοτική τῷ κορύνθ τοῖς κορύνθοις
    αιτιατική τὸν κόρυνθον τοὺς κορύνθους
     κλητική ! κόρυνθε κόρυνθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κορύνθω
γεν-δοτ τοῖν  κορύνθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κόρυνθος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κόρυνθος, -ου αρσενικό

  1. (ελληνιστική κοινή) είδος ζυμαρικού
  2. (ελληνιστική κοινή) (ως κύριο όνομα) προσωνύμιο του Απόλλωνα
    ※  2ος κε αιώνας Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις/Μεσσηνιακά, 4.34.7 @scaife.perseus
    Κόρυνθον δὲ Ἀπόλλωνα ὀνομάζουσι.

Πηγές[επεξεργασία]

  • κόρυνθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.