κύανος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κύανος | οι | κύανοι |
γενική | του | κύανου & κυάνου |
των | κύανων & κυάνων |
αιτιατική | τον | κύανο | τους | κύανους & κυάνους |
κλητική | κύανε | κύανοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κύανος < αρχαία ελληνική κύανος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κύανος αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κυανός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κύανος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κύανος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κύανος αρσενικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κύανος θηλυκό
Επίθετο
[επεξεργασία]κύανος, -η, -ον, συγκριτικός :κυανώτερος, υπερθετικός : κυανώτατος
Πηγές
[επεξεργασία]- κύανος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κύανος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Χρώματα (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)