λήμη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λήμη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λήμη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λήμη θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • λήμηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λήμη αἱ λῆμαι
      γενική τῆς λήμης τῶν λημῶν
      δοτική τῇ λήμ ταῖς λήμαις
    αιτιατική τὴν λήμην τὰς λήμᾱς
     κλητική ! λήμη λῆμαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λήμ
γεν-δοτ τοῖν  λήμαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λήμη < αβέβαιης ετυμολογίας. Δεν σχετίζεται με τη λατινική λέξη lāma («έλος, τέλμα») ή τη λιθουανική lōmas («κοίλωμα, λάκκος»).[1][2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λήμη, -ης θηλυκό

  1. (ιατρική) τσίμπλα
    ※  5ος↑ αιώνας Ἱπποκράτης, Προρρητικόν, (Prorrheticon I), 2.18, @scaife.perseus
    Ὀφθαλμοὶ δὲ λημῶντες ἄριστα ἐπαλλάττουσιν, ἢν τό τε δάκρυον καὶ ἡ λήμη καὶ τὸ οἴδημα ἄρξηται ὁμοῦ γενόμενα. Ἤν δὲ τὸ μὲν δάκρυον τῇ λήμῃ μεμιγμένον ᾖ καὶ μὴ θερμὸν ἰσχυρῶς, ἡ δὲ λήμη λευκή τε ᾖ καὶ μαλθακὴ, τό τε οἴδημα ἐλαφρόν τε καὶ λελυμένον·
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 10, 1 @scaife.perseus
    οἷον ὀφθαλμὸς ὅταν λήμην τε μηδεμίαν ποιῇ καὶ ὁρᾷ καὶ μετὰ τὴν ὅρασιν μὴ ταράττηται μηδ’ ἀδυνατῇ ὁρᾶν πάλιν.
  2. (στον πληθυντικό) εριθισμένα μάτια
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Λυσιαστράτη, στίχ. 301 (301-304)
    οὐ γὰρ ‹ἄν› ποθ᾽ ὧδ᾽ ὀδὰξ ἔβρυκε τὰς λήμας ἐμοῦ. | σπεῦδε πρόσθεν εἰς πόλιν | καὶ βοήθει τῇ θεῷ. | ἢ πότ᾽ αὐτῇ μᾶλλον ἢ νῦν, ὦ Λάχης, ἀρήξομεν;
    Μου ᾽φαγε τις τσίμπλες κι όμως, Λάχη μου, | όλο τρέχω να βοηθήσω | την Παλλάδα, τώρα πὄχει ανάγκη, | τώρα πιότερο από πάντα.
    Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • (μεταφορικά) ἡ τοῦ Πειραιέως λήμηΑίγινα, η τσίμπλα του Πειραιά, δηλ. το αποκρουστικό θέαμα του Πειραιά
    ※  4oς πκε αιώνας Αριστοτέλης, Ρητορική, (1411a)
    καὶ Περικλῆς τὴν Αἴγιναν ἀφελεῖν ἐκέλευσε, τὴν λήμην τοῦ Πειραιέως.
    Έτσι και ο Περικλής ζήτησε επιτακτικά από τους Αθηναίους να βγάλουν από τη μέση την Αίγινα, την «τσίμπλα του Πειραιά».
    Μετάφραση (2002, 2004), Δημήτριος Λυπουρλής @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Περικλῆς, 8.7
    ἔγγραφον μὲν οὖν οὐδὲν ἀπολέλοιπε πλὴν τῶν ψηφισμάτων, ἀπομνημονεύεται δ᾽ ὀλίγα παντάπασιν, οἷον τὸ τὴν Αἴγιναν ὡς λήμην τοῦ Πειραιῶς ἀφελεῖν κελεῦσαι,
    Πάντως, δεν έχει αφήσει κανένα γραφτό, εκτός από τα ψηφίσματά του· και αξιομνημόνευτα λόγια του πολύ λίγα έχουν διασωθεί, όπως λόγου χάρη, τα ακόλουθα: «Σας συμβουλεύω να βγάλετε από τη μέση την Αίγινα που έχει γίνει μια τσίμπλα στο μάτι του Πειραιά»
    Μετάφραση (1965): Μιχάλης Οικονόμου @greek‑language.gr
  • Κρονικαί λῆμαι: αρχαίες προλήψεις

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]