λαγοκοιμισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαγοκοιμισμένος η λαγοκοιμισμένη το λαγοκοιμισμένο
      γενική του λαγοκοιμισμένου της λαγοκοιμισμένης του λαγοκοιμισμένου
    αιτιατική τον λαγοκοιμισμένο τη λαγοκοιμισμένη το λαγοκοιμισμένο
     κλητική λαγοκοιμισμένε λαγοκοιμισμένη λαγοκοιμισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαγοκοιμισμένοι οι λαγοκοιμισμένες τα λαγοκοιμισμένα
      γενική των λαγοκοιμισμένων των λαγοκοιμισμένων των λαγοκοιμισμένων
    αιτιατική τους λαγοκοιμισμένους τις λαγοκοιμισμένες τα λαγοκοιμισμένα
     κλητική λαγοκοιμισμένοι λαγοκοιμισμένες λαγοκοιμισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαγοκοιμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λαγοκοιμάμαι

Μετοχή[επεξεργασία]

λαγοκοιμισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]