λαγοκοιμισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαγοκοιμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λαγοκοιμάμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
λαγοκοιμισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη λαγοκοιμάμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαγοκοιμισμένος
|