λαχανεύς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λαχανεύς οἱ λαχανεῖς - λαχανῆς*
      γενική τοῦ λαχανέως τῶν λαχανέων
      δοτική τῷ λαχανεῖ τοῖς λαχανεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν λαχανέ τοὺς λαχανέᾱς
     κλητική ! λαχανεῦ λαχανεῖς - λαχανῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λαχαν1 ή λαχανεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  λαχανέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαχανεύς < αρχαία ελληνική λάχαν(ον) + -εύς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαχανεύς αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]