λειτουργημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λειτουργημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λειτουργώ
Μετοχή[επεξεργασία]
λειτουργημένος, -η, -ο
- που έχει παραστεί στη Θεία Λειτουργία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λειτουργημένος
|