λιοπερίχυτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιοπερίχυτος < (ήλιος) λιο- + περίχυτος < περιχύ(νω) + -τος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʎo.peˈɾi.çi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λιο‐πε‐ρί‐χυ‐τυ‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
λιοπερίχυτος, -η, -ο
- (λογοτεχνικό) λουσμένος στο φως του ήλιου
- ※ Πρωί, και λιοπερίχυτη και λιόκαλ' είναι η μέρα,
κ' η Aθήνα ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι.
Tο φως παντού, κι όλο το φως, κι όλα το φως τα δείχνει
και στρογγυλά και σταλωμένα, κοίτα, δεν αφήνει
τίποτε θαμποχάραγο, να μην το ξεδιαλύνεις
όνειρο αν είναι, ή κι αν αχνός, ή αν είναι κρουστό κάτι.- Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του βασιλιά (1886–1910), Λόγος έβδομος
(Επίσκεψη του Βασιλείου Β΄στην Παναγία Αθηνιώτισσα του Παρθενώνα)
- Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του βασιλιά (1886–1910), Λόγος έβδομος
- άλλες μορφές: ηλιοπερίχυτος
- ※ Πρωί, και λιοπερίχυτη και λιόκαλ' είναι η μέρα,
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιοπερίχυτος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα λιο- από το ηλιο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)