λυκάβας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λυκάβᾱς | οἱ | λυκάβᾰντες |
γενική | τοῦ | λυκάβᾰντος | τῶν | λυκαβᾰ́ντων |
δοτική | τῷ | λυκάβᾰντῐ | τοῖς | λυκάβᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | λυκάβᾰντᾰ | τοὺς | λυκάβᾰντᾰς |
κλητική ὦ! | λυκάβᾰν | λυκάβᾰντες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λυκάβᾰντε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λυκαβᾰ́ντοιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'γίγας' όπως «ἐλέφας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λυκάβας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λυκάβας, -αντος αρσενικό
- το έτος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
- 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 161 (161-164)
- τοῦδ᾽ αὐτοῦ λυκάβαντος ἐλεύσεται ἐνθάδ᾽ Ὀδυσσεύς. | τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ᾽ ἱσταμένοιο, | οἴκαδε νοστήσει, καὶ τίσεται ὅς τις ἐκείνου | ἐνθάδ᾽ ἀτιμάζει ἄλοχον καὶ φαίδιμον υἱόν.»
- Όσο γυρίζει ο χρόνος στον ίδιο κύκλο, λέω θα νοστήσει, θα βρεθεί ο Οδυσσέας εδώ· | στου φεγγαριού τη χάση ή μόλις πιάσει η νέα σελήνη, | θα μπει στο σπίτι του· οπότε περιμένει εκδίκηση | όποιον ετόλμησε να ατιμάσει τη νόμιμη γυναίκα του, τον έξοχό του γιο.»
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- τοῦδ᾽ αὐτοῦ λυκάβαντος ἐλεύσεται ἐνθάδ᾽ Ὀδυσσεύς. | τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ᾽ ἱσταμένοιο, | οἴκαδε νοστήσει, καὶ τίσεται ὅς τις ἐκείνου | ἐνθάδ᾽ ἀτιμάζει ἄλοχον καὶ φαίδιμον υἱόν.»
- 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 306 (306-307)
- τοῦδ᾽ αὐτοῦ λυκάβαντος ἐλεύσεται ἐνθάδ᾽ Ὀδυσσεύς, | τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ᾽ ἱσταμένοιο.»
- προτού να κλείσει ο χρόνος, θα φτάσει ο Οδυσσέας εδώ, | μπορεί στου φεγγαριού τη χάση ή το πολύ όταν θα πιάσει η νέα σελήνη.»
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- τοῦδ᾽ αὐτοῦ λυκάβαντος ἐλεύσεται ἐνθάδ᾽ Ὀδυσσεύς, | τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ᾽ ἱσταμένοιο.»
- 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 161 (161-164)
- ※ 2ος πκε αιώνας, Επιγραφή από την Σύμη, IG XII,3 10, στ. 3 (στίχοι 3-6), @epigraphy.packhum.org
- θνῄσκω δὲ ὀγδώκοντα καὶ ἓξ ἐσιδὼν λυκάβαντας
καὶ παῖδας παίδων λείπω ὐπ’ ἠελίωι·
οὐκ ὄλβωι βριάοντας, ἀριζήλωι δ’ ἐπὶ δόξηι·
οἷς εἴη ταὐτὸν τέρμα λαχεῖν βιότου.
- θνῄσκω δὲ ὀγδώκοντα καὶ ἓξ ἐσιδὼν λυκάβαντας
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
- ο μήνας
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη *λύκη
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- λυκάβας - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λυκάβας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'γίγας' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γίγας' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γίγας' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γίγας' αρσενικά με βραχεία παραλήγουσα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από επιγραφές (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)