λυτρισμικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λυτρισμικό τα λυτρισμικά
      γενική του λυτρισμικού των λυτρισμικών
    αιτιατική το λυτρισμικό τα λυτρισμικά
     κλητική λυτρισμικό λυτρισμικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λυτρισμικό < λύτρα + λογισμικό ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ransomware)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λυτρισμικό ουδέτερο

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ στην «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» Το «λυτρισμικό» και η αντοχή της γλώσσας. Πρόσβαση 2020-04-26
  2. Ransomware – Ιοί που ζητάνε λύτρα!. Πρόσβαση 2020-04-26