μακρυσμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μακρυσμένος η μακρυσμένη το μακρυσμένο
      γενική του μακρυσμένου της μακρυσμένης του μακρυσμένου
    αιτιατική τον μακρυσμένο τη μακρυσμένη το μακρυσμένο
     κλητική μακρυσμένε μακρυσμένη μακρυσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μακρυσμένοι οι μακρυσμένες τα μακρυσμένα
      γενική των μακρυσμένων των μακρυσμένων των μακρυσμένων
    αιτιατική τους μακρυσμένους τις μακρυσμένες τα μακρυσμένα
     κλητική μακρυσμένοι μακρυσμένες μακρυσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μακρυσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μακραίνω

Μετοχή[επεξεργασία]

μακρυσμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]