μαριολιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαριολιά | οι | μαριολιές |
γενική | της | μαριολιάς | των | μαριολιών |
αιτιατική | τη | μαριολιά | τις | μαριολιές |
κλητική | μαριολιά | μαριολιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μαριολιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαριολιά < μαριόλ(ος) / μαριόλ(ης) + -ιά
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /maɾ.ʝoˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ριο‐λιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαριολιά θηλυκό
- η συμπεριφορά με τα χαρακτηριστικά του μαριόλη
- ≈ συνώνυμα: πονηριά, η κατεργαριά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαριολιά
|
Πηγές[επεξεργασία]
- μαριολιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μαριολιά < μαριόλ(ος) + -ιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαριολιά θηλυκό
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- μαργιολιά
Πηγές[επεξεργασία]
- μαριολιά - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)