ματζόβολος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ματζόβολος η ματζόβολη το ματζόβολο
      γενική του ματζόβολου της ματζόβολης του ματζόβολου
    αιτιατική τον ματζόβολο τη ματζόβολη το ματζόβολο
     κλητική ματζόβολε ματζόβολη ματζόβολο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ματζόβολοι οι ματζόβολες τα ματζόβολα
      γενική των ματζόβολων των ματζόβολων των ματζόβολων
    αιτιατική τους ματζόβολους τις ματζόβολες τα ματζόβολα
     κλητική ματζόβολοι ματζόβολες ματζόβολα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ματζόβολος < ιταλική maneggievole

Επίθετο[επεξεργασία]

ματζόβολος, -η, -ο

  1. (για αντικείμενο) βολικός, εύχρηστος
    έχει ένα μικρό, ματζόβολο αμάξι και δεν δυσκολεύεται στο παρκάρισμα
  2. (για άτομο) καλόβολος, εύκολος
    ο ξάδελφός μου είναι πολύ ματζόβολος· όταν μας επισκέπτεται δεν μας αναστατώνει καθόλου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]