ματζόβολος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ματζόβολος < ιταλική maneggievole
Επίθετο[επεξεργασία]
ματζόβολος, -η, -ο
- (για αντικείμενο) βολικός, εύχρηστος
- έχει ένα μικρό, ματζόβολο αμάξι και δεν δυσκολεύεται στο παρκάρισμα
- (για άτομο) καλόβολος, εύκολος
- ο ξάδελφός μου είναι πολύ ματζόβολος· όταν μας επισκέπτεται δεν μας αναστατώνει καθόλου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ματζόβολος
|