μαυράκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαυράκι τα μαυράκια
      γενική
    αιτιατική το μαυράκι τα μαυράκια
     κλητική μαυράκι μαυράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαυράκι < μαύρ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /maˈvɾa.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαυ‐ρά‐κι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαυράκι ουδέτερο

  1. (υποκοριστικό) για το μαύρος ή το μαύρο μικρό στίγμα σκούρου χρώματος
     συνώνυμα: μαυραδάκι
  2. παιδί της μαύρης φυλής
     συνώνυμα: αραπάκι
  3. (αργκό) το χασίς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]