μαυρομάλλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μαυρομάλλης | η | μαυρομάλλα μαυρομαλλού μαυρομαλλούσα |
το | μαυρομάλλικο |
γενική | του | μαυρομάλλη | της | μαυρομάλλας μαυρομαλλούς μαυρομαλλούσας |
του | μαυρομάλλικου |
αιτιατική | τον | μαυρομάλλη | τη | μαυρομάλλα μαυρομαλλού μαυρομαλλούσα |
το | μαυρομάλλικο |
κλητική | μαυρομάλλη | μαυρομάλλα μαυρομαλλού μαυρομαλλούσα |
μαυρομάλλικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μαυρομάλληδες | οι | μαυρομάλλες μαυρομαλλούδες μαυρομαλλούσες |
τα | μαυρομάλλικα |
γενική | των | μαυρομάλληδων | των | — μαυρομαλλούδων — |
των | μαυρομάλλικων |
αιτιατική | τους | μαυρομάλληδες | τις | μαυρομάλλες μαυρομαλλούδες μαυρομαλλούσες |
τα | μαυρομάλλικα |
κλητική | μαυρομάλληδες | μαυρομάλλες μαυρομαλλούδες μαυρομαλλούσες |
μαυρομάλλικα | |||
Το θηλυκό, σε -α, -ού και -ούσα. To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. Συγκρίνετε με το μαυρόμαλλος, μαυρόμαλλη, μαυρόμαλλο. | ||||||
ομάδα 'ξανθομάλλης', Κατηγορία όπως «ξανθομάλλης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μαυρομάλλης, -α/ού/ούσα, -ικο
- που έχει μαύρα μαλλιά
- άλλες μορφές: μαυρόμαλλος, -η, -ο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις μαύρος και μαλλί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαυρομάλλης
Πηγές[επεξεργασία]
- Λέξεις με μαυρομαλλ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)