μεγαβατώρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεγαβατώρα οι μεγαβατώρες
      γενική της μεγαβατώρας των μεγαβατωρών
    αιτιατική τη μεγαβατώρα τις μεγαβατώρες
     κλητική μεγαβατώρα μεγαβατώρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεγαβατώρα < μεγαβάτ + ώρα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική megawatt-hour)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.ɣa.vaˈto.ra/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐γα‐βα‐τώ‐ρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεγαβατώρα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]