πεταβατώρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεταβατώρα οι πεταβατώρες
      γενική της πεταβατώρας των πεταβατωρών
    αιτιατική την πεταβατώρα τις πεταβατώρες
     κλητική πεταβατώρα πεταβατώρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεταβατώρα < πεταβάτ + ώρα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική petawatt-hour)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.ta.vaˈto.ra/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐τα‐βα‐τώ‐ρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πεταβατώρα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]