μεγαλορρημονημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγαλορρημονημένος η μεγαλορρημονημένη το μεγαλορρημονημένο
      γενική του μεγαλορρημονημένου της μεγαλορρημονημένης του μεγαλορρημονημένου
    αιτιατική τον μεγαλορρημονημένο τη μεγαλορρημονημένη το μεγαλορρημονημένο
     κλητική μεγαλορρημονημένε μεγαλορρημονημένη μεγαλορρημονημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγαλορρημονημένοι οι μεγαλορρημονημένες τα μεγαλορρημονημένα
      γενική των μεγαλορρημονημένων των μεγαλορρημονημένων των μεγαλορρημονημένων
    αιτιατική τους μεγαλορρημονημένους τις μεγαλορρημονημένες τα μεγαλορρημονημένα
     κλητική μεγαλορρημονημένοι μεγαλορρημονημένες μεγαλορρημονημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεγαλορρημονημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεγαλορρημονώ

Μετοχή

[επεξεργασία]

μεγαλορρημονημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]