μεγαλοφάνταστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεγαλοφάνταστος < μεγαλο- + φαντάζομαι + -τος
Επίθετο
[επεξεργασία]μεγαλοφάνταστος
- που έχει μεγάλη φαντασία
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεγαλοφάνταστος
|