μεθευρετική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεθευρετική οι μεθευρετικές
      γενική της μεθευρετικής των μεθευρετικών
    αιτιατική τη μεθευρετική τις μεθευρετικές
     κλητική μεθευρετική μεθευρετικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεθευρετική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μεθευρετικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική metaheuristic)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεθευρετική θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]