μεταλλακτήρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μεταλλακτήρ οἱ μεταλλακτῆρες
      γενική τοῦ μεταλλακτῆρος τῶν μεταλλακτήρων
      δοτική τῷ μεταλλακτῆρ τοῖς μεταλλακτῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν μεταλλακτῆρ τοὺς μεταλλακτῆρᾰς
     κλητική ! μεταλλακτήρ μεταλλακτῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μεταλλακτῆρε
γεν-δοτ τοῖν  μεταλλακτήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταλλακτήρ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μεταλλάσσω, μετ-αλλακ- + -τήρ
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: μεταλλακτήρας (με ειδικότερη σημασία)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεταλλακτήρ, -ῆρος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις μεταλλάσω, μετά και ἀλλάσσω

Πηγές[επεξεργασία]