μεταπαραγωγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταπαραγωγικός < μετα- + παραγωγικός
Επίθετο[επεξεργασία]
μεταπαραγωγικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το χρονικό διάστημα και τις διαδικασίες που έπονται της παραγωγής ενός προϊόντος ή αναφέρεται σ’ αυτά
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- μεταπαραγωγικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταπαραγωγικός
|