μεταφυτεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταφυτεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεταφυτεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
μεταφυτεμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μεταφυτεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταφυτεμένος
|