μηχανοσυνθέτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μηχανοσυνθέτης οι μηχανοσυνθέτες
      γενική του μηχανοσυνθέτη των μηχανοσυνθετών
    αιτιατική τον μηχανοσυνθέτη τους μηχανοσυνθέτες
     κλητική μηχανοσυνθέτη μηχανοσυνθέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μηχανοσυνθέτης < μηχανή + -ο- + συνθέτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μηχανοσυνθέτης αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]