μικρολογημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικρολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μικρολογώ
Μετοχή[επεξεργασία]
μικρολογημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μικρολογώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικρολογημένος
|