μισαλλόδοξος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /misalɔðɔksɔs/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /misalɔðɔksi/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /misalɔðɔksɔ/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
μισαλλόδοξος -η -ο
- που χαρακτηρίζεται από μισαλλοδοξία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μισαλλόδοξος