μισοκλειστός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μισοκλειστός < μισόκλειστος με μετακίνηση τόνου. Μορφολογικά αναλύεται σε μισο- (<μισός) + κλειστός.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /mi.so.kliˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐σο‐κλει‐στός
- τονικό παρώνυμο: μισόκλειστος
Επίθετο
[επεξεργασία]μισοκλειστός, -ή, -ό
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μισόκλειστος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μισοκλειστός
|
→ δείτε τη λέξη μισόκλειστος |
Πηγές
[επεξεργασία]- μισοκλειστός — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)