μνημονευμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μνημονευμένος η μνημονευμένη το μνημονευμένο
      γενική του μνημονευμένου της μνημονευμένης του μνημονευμένου
    αιτιατική τον μνημονευμένο τη μνημονευμένη το μνημονευμένο
     κλητική μνημονευμένε μνημονευμένη μνημονευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μνημονευμένοι οι μνημονευμένες τα μνημονευμένα
      γενική των μνημονευμένων των μνημονευμένων των μνημονευμένων
    αιτιατική τους μνημονευμένους τις μνημονευμένες τα μνημονευμένα
     κλητική μνημονευμένοι μνημονευμένες μνημονευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μνημονευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μνημονεύω

Μετοχή[επεξεργασία]

μνημονευμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]