μονιάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μονιάς | οι | μονιάδες |
γενική | του | μονιά | των | μονιάδων |
αιτιατική | τον | μονιά | τους | μονιάδες |
κλητική | μονιά | μονιάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονιάς < ελληνιστική κοινή μονίας < αρχαία ελληνική μόνος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονιάς αρσενικό
- (ιδιωματικό) λύκος που ενεδρεύει και αρπάζει ζώα από κοπάδια
- (ιδιωματικό) το πρωτότοκο λυκόπουλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονιάς
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)