μουσόληπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουσόληπτος < ελληνιστική κοινή μουσόληπτος < αρχαία ελληνική μοῦσα + ληπτός < λαμβάνω
Επίθετο[επεξεργασία]
μουσόληπτος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές) που λαμβάνει έμπνευση από τις μούσες / Μούσες σε κάποια ενασχόλησή του με τις τέχνες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουσόληπτος