μπηγμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπηγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπήγω
Μετοχή
[επεξεργασία]μπηγμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μπήγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπηγμένος
|