μπουκαδόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπουκαδόρος οι μπουκαδόροι
      γενική του μπουκαδόρου των μπουκαδόρων
    αιτιατική τον μπουκαδόρο τους μπουκαδόρους
     κλητική μπουκαδόρε μπουκαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπουκαδόρος < μπουκ(άρω) + -αδόρος[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bu.kaˈðo.ɾos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπουκαδόρος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Διαφορετικής ετυμολογίας:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]