μπουκαδόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπουκαδόρος < μπουκ(άρω) + -αδόρος[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /bu.kaˈðo.ɾos/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπουκαδόρος αρσενικό
- είδος κλέφτη που εισέρχεται (μπουκάρει) στα οικήματα από ξεκλείδωτες πόρτες, ανοιχτά παράθυρα, φεγγίτες, μπαλκονόπορτες και, γενικότερα, από μη ασφαλισμένα σημεία, τα οποία δε χρειάζεται να παραβιάσει κατά την είσοδό του στο χώρο
- ※ Μην ξεχνάτε ποτέ: Ο Μπουκαδόρος δ ε ν είναι Διαρήκτης. Ο Μπουκαδόρος δ ε ν κάνει Διάρηξη.
- Ηλίας Πετρόπουλος, Εγχειρίδιον του καλού κλέφτη (Αθήνα: Νεφέλη, 1979), σ. 35.
- ※ Μην ξεχνάτε ποτέ: Ο Μπουκαδόρος δ ε ν είναι Διαρήκτης. Ο Μπουκαδόρος δ ε ν κάνει Διάρηξη.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Διαφορετικής ετυμολογίας:
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπουκαδόρος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μπουκαδόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αδόρος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)