Μετάβαση στο περιεχόμενο

μυαλός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μυαλός οἱ μυαλοί
      γενική τοῦ μυαλοῦ τῶν μυαλῶν
      δοτική τῷ μυαλ τοῖς μυαλοῖς
    αιτιατική τὸν μυαλόν τοὺς μυαλούς
     κλητική ! μυαλέ μυαλοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μυαλώ
γεν-δοτ τοῖν  μυαλοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μυαλός < μυελός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μυαλός αρσενικό

  1. μυελός
  2. μυαλό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μυαλός < αρχαία ελληνική μυαλός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μυαλός αρσενικό

  1. μυαλό
  2. εγκέφαλος
  3. (συνεκδοχικά) κρανίο
  4. λογικό, νους, κρίση
      16ος αιώνας, Περὶ γέροντος νὰ μὴν πάρῃ κορίτσι, ανωνύμου, στίχ. 198 (195-198)
    καὶ ὅταν ἔλθῃ νὰ γενῇ χρονῶν ἑβδομηντάρης,
    χάνει τὸν νοῦν, τὸν λογισμόν, γίνεται δαιμονιάρης,
    ὅτι ὅσον γεροῦν οἱ γέροντες, ὅσον καιρὸς διαβαίνει,
    τόσον ἐκ τὸ κεφάλιν τους ὁ μυαλὸς φυραίνει.
    W. Wagner, (επιμ.) Carmina graeca medii aevi, Λειψία 1874, p. 106-111.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]