μυαλός
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μυαλός | οἱ | μυαλοί |
γενική | τοῦ | μυαλοῦ | τῶν | μυαλῶν |
δοτική | τῷ | μυαλῷ | τοῖς | μυαλοῖς |
αιτιατική | τὸν | μυαλόν | τοὺς | μυαλούς |
κλητική ὦ! | μυαλέ | μυαλοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μυαλώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μυαλοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μυαλός < μυελός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μυαλός αρσενικό
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μυαλός < αρχαία ελληνική μυαλός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μυαλός αρσενικό
- μυαλό
- εγκέφαλος
- (συνεκδοχικά) κρανίο
- λογικό, νους, κρίση
- ※ 16ος αιώνας, ⌘ Περὶ γέροντος νὰ μὴν πάρῃ κορίτσι, ανωνύμου, στίχ. 198 (195-198)
- καὶ ὅταν ἔλθῃ νὰ γενῇ χρονῶν ἑβδομηντάρης,
χάνει τὸν νοῦν, τὸν λογισμόν, γίνεται δαιμονιάρης,
ὅτι ὅσον γεροῦν οἱ γέροντες, ὅσον καιρὸς διαβαίνει,
τόσον ἐκ τὸ κεφάλιν τους ὁ μυαλὸς φυραίνει.- W. Wagner, (επιμ.) Carmina graeca medii aevi, Λειψία 1874, p. 106-111.
- καὶ ὅταν ἔλθῃ νὰ γενῇ χρονῶν ἑβδομηντάρης,
- ※ 16ος αιώνας, ⌘ Περὶ γέροντος νὰ μὴν πάρῃ κορίτσι, ανωνύμου, στίχ. 198 (195-198)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- μυαλός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.145, Τόμος 11 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)