μυθολογημένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Μετοχή
[επεξεργασία]μυθολογημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μυθολογώ
Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μυθολογημένος
|
μυθολογημένος, -η, -ο
|