μυθοποιημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυθοποιημένος η μυθοποιημένη το μυθοποιημένο
      γενική του μυθοποιημένου της μυθοποιημένης του μυθοποιημένου
    αιτιατική τον μυθοποιημένο τη μυθοποιημένη το μυθοποιημένο
     κλητική μυθοποιημένε μυθοποιημένη μυθοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυθοποιημένοι οι μυθοποιημένες τα μυθοποιημένα
      γενική των μυθοποιημένων των μυθοποιημένων των μυθοποιημένων
    αιτιατική τους μυθοποιημένους τις μυθοποιημένες τα μυθοποιημένα
     κλητική μυθοποιημένοι μυθοποιημένες μυθοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μυθοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μυθοποιώ

Μετοχή

[επεξεργασία]

μυθοποιημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]