Μετάβαση στο περιεχόμενο

μυρίκη

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Μυρίκη
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυρίκη οι μυρίκες
      γενική της μυρίκης των μυρικών
    αιτιατική τη μυρίκη τις μυρίκες
     κλητική μυρίκη μυρίκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μυρίκη < αρχαία ελληνική μυρίκη

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /miˈɾi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μυρίκη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μυρίκη θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • μυρίκη - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  • μυρίκη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μυρίκη < αρχαία ελληνική μυρίκη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μυρίκη θηλυκό



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μυρίκη αἱ μυρῖκαι
      γενική τῆς μυρίκης τῶν μυρικῶν
      δοτική τῇ μυρίκ ταῖς μυρίκαις
    αιτιατική τὴν μυρίκην τὰς μυρίκᾱς
     κλητική ! μυρίκη μυρῖκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μυρίκ
γεν-δοτ τοῖν  μυρίκαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μυρίκη < λατινική myrica

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μυρίκη θηλυκό