ναρκισσεμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ναρκισσεμένος η ναρκισσεμένη το ναρκισσεμένο
      γενική του ναρκισσεμένου της ναρκισσεμένης του ναρκισσεμένου
    αιτιατική τον ναρκισσεμένο τη ναρκισσεμένη το ναρκισσεμένο
     κλητική ναρκισσεμένε ναρκισσεμένη ναρκισσεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ναρκισσεμένοι οι ναρκισσεμένες τα ναρκισσεμένα
      γενική των ναρκισσεμένων των ναρκισσεμένων των ναρκισσεμένων
    αιτιατική τους ναρκισσεμένους τις ναρκισσεμένες τα ναρκισσεμένα
     κλητική ναρκισσεμένοι ναρκισσεμένες ναρκισσεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναρκισσεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ναρκισσεύομαι

Μετοχή[επεξεργασία]

ναρκισσεμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]