ναυπηγεῖον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ναυπηγείο

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ναυπηγεῖον τὰ ναυπηγεῖ
      γενική τοῦ ναυπηγείου τῶν ναυπηγείων
      δοτική τῷ ναυπηγεί τοῖς ναυπηγείοις
    αιτιατική τὸ ναυπηγεῖον τὰ ναυπηγεῖ
     κλητική ! ναυπηγεῖον ναυπηγεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ναυπηγείω
γεν-δοτ τοῖν  ναυπηγείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναυπηγεῖον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ναυπηγ(ός) + -εῖον → δείτε ναῦς & το επίθετο πηγός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναυπηγεῖον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]