νεοθηγής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / νεοθηγής τὸ νεοθηγές
      γενική τοῦ/τῆς νεοθηγοῦς τοῦ νεοθηγοῦς
      δοτική τῷ/τῇ νεοθηγεῖ τῷ νεοθηγεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν νεοθηγ τὸ νεοθηγές
     κλητική ! νεοθηγές νεοθηγές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ νεοθηγεῖς τὰ νεοθηγ
      γενική τῶν νεοθηγῶν τῶν νεοθηγῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς νεοθηγέσ(ν) τοῖς νεοθηγέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς νεοθηγεῖς τὰ νεοθηγ
     κλητική ! νεοθηγεῖς νεοθηγ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νεοθηγεῖ τὼ νεοθηγεῖ
      γεν-δοτ τοῖν νεοθηγοῖν τοῖν νεοθηγοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεοθηγής < νεο- + θήγ(ω) + -ής

Επίθετο[επεξεργασία]

νεοθηγής, -ής, -ές

Πηγές[επεξεργασία]