νεοφλοιός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοφλοιός οι νεοφλοιοί
      γενική του νεοφλοιού των νεοφλοιών
    αιτιατική τον νεοφλοιό τους νεοφλοιούς
     κλητική νεοφλοιέ νεοφλοιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεοφλοιός < νεο- + φλοιός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neocortex[1] ή γαλλική néocortex[1])

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ne.o.fliˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ο‐φλοι‐ός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεοφλοιός αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 νεοφλοιόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)