νεωλκημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεωλκημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου νεωλκώ
Μετοχή[επεξεργασία]
νεωλκημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη νεωλκώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεωλκημένος
|