νταραβερισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νταραβερισμένος η νταραβερισμένη το νταραβερισμένο
      γενική του νταραβερισμένου της νταραβερισμένης του νταραβερισμένου
    αιτιατική τον νταραβερισμένο την νταραβερισμένη το νταραβερισμένο
     κλητική νταραβερισμένε νταραβερισμένη νταραβερισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νταραβερισμένοι οι νταραβερισμένες τα νταραβερισμένα
      γενική των νταραβερισμένων των νταραβερισμένων των νταραβερισμένων
    αιτιατική τους νταραβερισμένους τις νταραβερισμένες τα νταραβερισμένα
     κλητική νταραβερισμένοι νταραβερισμένες νταραβερισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νταραβερισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου νταραβερίζομαι

Μετοχή[επεξεργασία]

νταραβερισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]