ξάγι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξάγι | τα | ξάγια |
γενική | του | ξαγιού | των | ξαγιών |
αιτιατική | το | ξάγι | τα | ξάγια |
κλητική | ξάγι | ξάγια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξάγι < μεσαιωνική ελληνική ξάγι < (ελληνιστική κοινή) ἐξάγιον < λατινικά exagium
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξάγι ουδέτερο
- η αμοιβή που παρακρατά σε είδος, ως ποσοστό του καρπού, ο μύλος ή το ελαιοτριβείο για το άλεσμα
- το δοχείο με το οποίο μετράει τα αλεστικά ο μυλωνάς
- Η φτώχεια μπορούσε ν' αλέση το φόρτωμά της χωρίς ν' αφήση ούτ' ένα ξάγι, κι ο τούρκος θα το συλλογίζουνταν αν γύρευε να δείξη την αδικιά του στο Λιάκο. (Μήτσος Χατζόπουλος, Ντόπιες ζωγραφιές: Ο ριζόμυλος)
- μονάδα μέτρησης χωρητικότητας: δημητριακών (μισό κιλό), μεταξόσπορου (το 1/6 της ουγγιάς), μπαρουτιού, πυρίτιδας
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξάγι
|