ξαναμωραμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξαναμωραμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαναμωραίνομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
ξαναμωραμένος, -η, -ο ( & ξεμωραμένος)
- (μειωτικό) ο ηλικιωμένος που παρουσιάζει συμπτώματα άνοιας
- (μειωτικό) ο ηλικιωμένος ή μεσήλικας που ενεργεί με τρόπο τον οποίο οι άλλοι θεωρούν ανάρμοστο για την ηλικία του
- Α, τον ξεμωραμένο! Στο τέλος θα γράψει και το σπίτι του στην πιτσιρίκα που του τα μασάει