ξαναρωτημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξαναρωτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαναρωτώ
Μετοχή[επεξεργασία]
ξαναρωτημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξαναρωτώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξαναρωτημένος
|